-
1 προ-εγ-κάθ-ημαι
προ-εγ-κάθ-ημαι (s. ἧμαι), vorher darin niedersitzen, übertr., διὰ τὰς προεγκαϑημένας αὐτοῖς ὁρ-μάς, Pol. 3, 15, 9.
-
2 προεγκάθημαι
1 προ-εγ-κάθ-ημαι
προ-εγ-κάθ-ημαι (s. ἧμαι), vorher darin niedersitzen, übertr., διὰ τὰς προεγκαϑημένας αὐτοῖς ὁρ-μάς, Pol. 3, 15, 9.
2 προεγκάθημαι